παγέρ'

παγέρ'
παγερά , παγερός
frosty
neut nom/voc/acc pl
παγερά̱ , παγερός
frosty
fem nom/voc/acc dual
παγερά̱ , παγερός
frosty
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
παγερέ , παγερός
frosty
masc voc sg
παγεραί , παγερός
frosty
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πάγερ, Γιούλιους φον- — (Payer, Σέναου, Βοημία [σημερινό Τέπλιτσε Σάνοφ] 1842 – Φέλντες [σημερινό Μπλεντ] Καρνιόλη 1915). Aυστριακός εξερευνητής. Μανιώδης αλπινιστής, επιχείρησε πολλές αναβάσεις (όπως στην κορυφή του Ανταμέλο το 1864 κ.α.). Ως αξιωματικός του… …   Dictionary of Greek

  • Βάιπρεχτ, Καρλ — (Karl Weyprecht, 1838 1881). Αυστριακός εξερευνητής και φυσιοδίφης. Ήταν αξιωματικός του ναυτικού και ταξίδεψε δύο φορές, το 1871 και το 1872, μαζί με τον συνάδελφό του Ιούλιο φον Πάγερ στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό. Στο δεύτερο ταξίδι του έφτασε… …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”